Αναβλητικότητα - Αναποφασιστικότητα
Η αναβλητικότητα ως όρος αναφέρεται στην συστηματική και χρόνια αντικατάσταση δραστηριοτήτων υψηλής προτεραιότητας με χαμηλότερης, στην τακτική να ασχολείται κάποιος με θέματα που του δίνουν απόλαυση και ευχαρίστηση αναβάλλοντας διαρκώς υποχρεώσεις σε έναν αόριστο μελλοντικό χρόνο, με σημαντικές συνέπειες για την προσωπική και την κοινωνική του ζωή καθώς και την υγεία του.
Η αναβλητικότητα παρουσιάζει υψηλή συσχέτιση με την αναποφασιστικότητα (την αδυναμία να λάβει κανείς σημαντικές αποφάσεις για την ζωή του και να αποδεχτεί τις συνέπειες που απορρέουν από αυτές).
Ο Freud σύμφωνα με την αρχή της ηδονής ερμήνευσε την αναβλητικότητα ως μία τάση του ανθρώπου να ασχοληθεί με κάτι που θα του προσφέρει ικανοποίηση παρά με μία κοπιαστική και ενδεχομένως αγχογόνα εργασία. Σήμερα η αναβλητικότητα θεωρείται ως ένας μηχανισμός αποφυγής του άγχους και της δυσφορίας που προκαλείται από την έναρξη, την συνέχεια και την ολοκλήρωση ενός έργου με επιτυχία. Είναι όμως ένας μηχανισμός με πολύ υψηλό κόστος αφού η αναβλητικότητα οδηγεί συνήθως σε ακόμα μεγαλύτερο άγχος, απογοήτευση, ενοχές και αυτολύπηση. Ουσιαστικά λειτουργεί σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία (έχω προβλέψει ήδη την αποτυχία μου και υιοθετώ συμπεριφορές που θα μειώσουν την πιθανότητα ενός διαφορετικού αποτελέσματος. Ενδυναμώνω την αντίληψη που έχω για τις ικανότητες μου και κάνω τον φόβο μου πραγματικότητα. Είναι όμως ένας φόβος γνωστός και διαχειρίσιμος).
Μιλώντας για την αναβλητικότητα θεωρώ σημαντικό να σταθώ για λίγο στις κοινωνικές τις προεκτάσεις. Σε ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα όπου οι αξίες της αποδοτικότητας και της παραγωγικότητας αποκτούν ολοένα και αυξανόμενη αξία, ένας άνθρωπος που για διάφορους λόγους εμφανίζει την παραπάνω συμπεριφορά αποκτά ένα αρνητικό πρόσημο. Γίνεται το άτομο χωρίς ισχυρή θέληση, χωρίς αίσθηση της συνέπειας και της ατομικής ευθύνης. Η περιθωριοποίηση έρχεται σιγά σιγά στις σχέσεις τους αφού οι άλλοι παύουν να συναλλάσσονται και να συνεργάζονται μαζί τους. Οι άνθρωποι που εμφανίζουν αναβλητικότητα δεν είναι διαφορετικοί από εμάς όσον αφορά τις αντικειμενικές τους ικανότητες στην αξιολόγηση και την αντίληψη ενός κοινού μέτρου του χρόνου που όλοι μοιραζόμαστε. Είναι το προσωπικό τους βίωμα που έχει καθορίσει την σχέση τους μαζί του.
Κάποιοι υπήρξαν παιδιά ενός αυστηρού και ελεγκτικού γονεϊκού περιβάλλοντος όπου δεν είχαν την ευκαιρία να ρυθμίσουν μόνοι τους τις δραστηριότητες τους, να ανακαλύψουν τα δικά τους κίνητρα. Παιδιά που έμαθαν σε μία συμπεριφορά αβοηθητότητας όπου η καθυστέρηση μπορεί να πρωτοϋπάρξει στον κόσμο τους ως μία μορφή αντίδρασης.
Η σχέση με την αναβλητικότητα μπορεί να γεννήσει πολλές πεποιθήσεις και συμπεριφορές: αποφυγή, υποτίμηση και μείωση της αξίας μίας συγκεκριμένης εργασίας, θετική αξιολόγηση (αποδίδω καλύτερα όταν πιέζομαι χρονικά), πολύ υψηλούς στόχους που είναι δύσκολο να προσεγγίσουν). Η αναβλητικότητα μπορεί να είναι μέρος της έκφρασης μίας ψυχικής διαταραχής. Ο ειδικός αξιολογεί συνυπολογίζοντας την χρονιότητα, την σταθερότητα της παρουσίας, τους τομείς της ζωής που παρουσιάζεται, την δυσφορία που προκαλεί στον άνθρωπο και τον βαθμό των προβλημάτων που προκαλεί καθώς και τον συνδυασμό με άλλες δυσκολίες. Χρειάζεται προσοχή ειδικά σε μικρότερες ηλικίες όπου μία συμπεριφορά μπορεί να είναι η έκφραση γνωστικών και μαθησιακών δυσκολιών, η ύπαρξη διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας. Η αντιμετώπιση της αναβλητικότητας αφορά την αλλαγή βαθύτερων πεποιθήσεων του ανθρώπου σε σχέση με τις ικανότητες του, την προσωπική του αξία, την σχέση του με τους άλλους. Θα αναφέρω κάποιους χειρισμούς που στοχεύουν την ίδια την συμπεριφορά όπως καλύτερη οργάνωση του χρόνου, "σπάσιμο" μίας εργασίας σε μικρότερα κομμάτια, επιβράβευση (μπορώ να επιβραβεύσω τον εαυτό μου κάνοντας κάτι που με ευχαριστεί όταν φτάσω τον στόχο που έχω θέσει). Οι παραπάνω χειρισμοί αν και μπορούν να δώσουν κάποια μικρή βελτίωση και ανακούφιση για χρονικό διάστημα, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να σημάνουν την αλλαγή.